Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

Διήγημα Χαραλάμπους Βασίλης

Εκείνο το συναπάντημα
                                                 Του Βασίλη Χαραλάμπους
                                                           ____________

Αλλιώτικο συναπάντημα στην Ουρανούπολη, στο κατώφλι ετούτο του Άθωνα.  Η πολίχνη ετούτη,  εκεί όπου άλλοτε η παμπάλαιη  εκείνη «Ουρανία Πόλις» και παραύστερα η περιφυγή από κείνο το χαλασμό στον Μαρμαρά, την Κούταλη, την Αφησιά, την Αλώνη, στης Προποντίδας την καταγάλανη πλατωσιά, που τρικυμίζει ακόμα.

Το δειλινό βρήκε τον Φώτη από τον Άη Μηνά το μικρό χωριουδάκι στα ξακουστά Ζαγοροχώρια ν΄ αποζητά διαμονητήριο για το Άγιον Όρος.  Τα πράγματα όμως είχαν έρθει αλλιώς.  Δυστυχώς έπρεπε να είχε εξασφαλίσει προηγουμένως κάποια άδεια κι  έτσι τούτο δεν έγινε μπορετό.  Κάποιοι προσφέρθηκαν να βοηθήσουν.  Πιο πολύ θυμάται ακόμα εκείνον τον άγνωστο  προσκυνητή  με τα φτωχικά ρούχα και την αρχοντική καρδιά.  Η εξωτερική του εμφάνιση φτωχή, επαίτη θάλεγε κανένας, τα παπούτσια αθλητικά από κείνα που βρίσκει κανένας στους διάφορους πλανοδιοπώλες.  Κορδόνια «δεν είχαν αν θυμάμαι καλά ή αν είχαν ήταν λυμένα» διηγείται στου χωριού του την πλατεία.  Όμως η πολλή ορμήνεια είναι περισσή.  Αρκούσε μονάχα τ΄ άδολο εκείνο βλέμμα εκείνου του προσκυνητή .

Τ΄ απόβραδο ο Φώτης βρήκε ένα φθηνό ξενώνα κοντά στην παραλία και μετά βγήκε βόλτα στην Ουρανούπολη. Οι αντιφεγγιές από τα τόσα της πολίχνης φώτα παιχνίδιζαν στην προκυμαία.  Η εγκαρτέρηση του γραίγου από την προκυμαία ίσαμε την Αμμουλιανή κατ΄ αντίκρυ.  Παρέκει ξώμειναν κάτι σκολιαρούδια να παραβγαίνουν με τ΄ ασπροβότσαλα στ΄ ακροθαλάσσι.

Στον μώλο αραγμένο το καράβι που στο ακρόπλωρο αναγράφει με μεγάλα γράμματα «Άξιον Εστί » και την επομένη θ΄ αναχωρούσε για το Άγιον Όρος.  Το είδε ο Φώτης  με κάποιο παράπονο κι ίσως τούτο γιατί την επομένη να μην ήταν ανάμεσα στους προσκυνητές.  Το καράβι στο μουράγιο δεμένο κι  ο φλοίσβος συνέχισε να παιχνιδίζει με την πλώρη.  Έμεινε για λίγο σκεφτικός κι ύστερα αργά αργά κίνησε για τον πολύβουο δρομίσκο.

Η πολίχνη ετούτη της Ουρανούπολης αποβραδίς γίνεται πιότερο πολύβουη. Μονάχα μακρυάθε τα τόσα κυμάτια συνέχισαν να φλοισβίζουν περίεργα ψελλίζοντας τ΄ Άθωνα τη σιωπή. Δεξιά κι αριστερά καταστήματα διάφορα κυρίως με εύμορφα χειροτεχνήματα με μόνο σχεδόν θέμα το Άγιον Όρος. Το νύχτωμα τον βρήκε να πηγαινοέρχεται στον πολύβουο ετούτο δρομίσκο. 

Συναπάντημα με κείνο τον πρωτόγνωρο φίλο και πάλι στο δρόμο που τώρα πια ούτε το όνομά του δεν θυμάται.  Έπινε λοιπόν ο άγνωρος εκείνος φίλος μια μπύρα αμέριμνος σε κάποιο καφενεδάκι.  Χαιρετιστήκανε  τανάπαλιν.  

-          Κόπιασε, μια μπύρα να σε κεράσω.
-          Ευχαριστώ, πρέπει να συνεχίσω, είπε και συνέχισε τον περίπατο.

Συνέχισε να πηγαινοέρχεται  στον φωτεινό δρομίσκο και σε κάθε συναπάντημα με τον πρωτόγνωρο φίλο τον χαιρετούσε λες κι είχε τόσο καιρό να τον δει.  Στην ίδια ετούτη διαδρομή κοντοστάθηκε λιγάκι και τον ρώτησε αν βρήκε κάποιο κατάλυμα.  Κι αρχίνισε να λέει διάφορα με κάτι περίεργες δικαιολογίες.  Στο τέλος όμως με πιο σιγανή φωνή πλησίασε τον Φώτη και του είπε πως θα κοιμόταν στα παγκάκια. Δεν πρόλαβε να ρωτήσει και η απάντηση ήρθε αβίαστα και με τόση απλότητα.

-          Το έχω ξανακάνει.  Εξάλλου τα χρήματα είναι τόσο λίγα και δεν θάθελα να τα ξοδέψω όλα για τον ξενώνα.  Πρέπει να οικονομήσω λίγα χρήματα για τις διαδρομές και την επιστροφή

Δεν θυμάται, ακόμη διηγιέται, αν του πρότεινε να του δώσει εκείνος τα χρήματα του ξενώνα, σίγουρα όμως θυμάται πως κατόπιν στον ξενώνα δεν  μπορούσε να ξαπλώσει για ύπνο.  Σκέψεις διάφορες για το φτωχό αυτό φίλο δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.  Πώς να αντέξει κανένας της καρδιάς τον παφλασμό;  Άφησε γρήγορα τον ξενώνα και βγήκε πάλι βόλτα στους δρόμους της Ουρανούπολης.  Τον βρήκε να βηματίζει μονάχος αδιάφορα μπροστά στον Πύργο του Προσφορίου.  Μάταια προσπάθησε να τον κάνει να δεχθεί τα χρήματα για τον ξενώνα.  Χαιρετιστήκανε ξανά και συνέχισε το δρόμο του. 

Η επόμενη φορά ήταν κι η τελευταία.  Δέχθηκε τα χρήματα για  το ξενώνα με απλότητα και τον ευχαρίστησε περίσσια.  Φαινόταν άνθρωπος με μεγάλη αξιοπρέπεια.  Επιτέλους ησύχασε.  Έγνοια του τώρα αν θα κατάφερνε να έπαιρνε το διαμονητήριο για το Άγιον Όρος.

Αχάραδα βρέθηκε με το σακί στον ώμο να σεργιανίζει αμήχανα στην προκυμαία.  Φυσούσε απηλιώτης από το πρωϊνό.  Μεσοπέλαγα μια μονάχα ψαρόβαρκα.  Το πρώτο καληνώρισμα ήρθε από τους λιγοστούς ψαράδες και από τους ολόλευκους γλάρους που παραύστερα αρχίνισαν των καραβιών το φευγάτισμα.  Συναντηθήκανε απρόσμενα με τον πρωτόγνωρο εκείνο φίλο κάτω από τον Πύργο του Προσφορίου.

-          Πέρασες ωραία ψες;  πρόλαβε να ρωτήσει.

Πλησίασε λοιπόν τον Φώτη  ντροπαλά και με πολύ σιγανή φωνή του είπε πως δεν έμεινε στο ξενώνα αλλά στα παγκάκια.  Σαν μικρό παιδί αρχίνισε να παραπονιέται για τ΄ απρόσμενο συντρόφεμα από τ΄ αδέσποτα σκυλιά που δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.  Όμως παρόλα τούτα με ένα τόσο αξιοπρεπές ύφος τον παρακάλεσε να κρατήσει τα χρήματα για τις διαδρομές.  

Η συζήτηση συνεχίστηκε «επί μακρόν» και μέσα στο καράβι γιατί στο τέλος ο Φώτης πήρε το πολυπόθητο διαμονητήριο.  Μιλούσε ώρα πολλή για την οικογένειά του.  Σε κάθε διήγηση διέκρινες μια περισσή αθωότητα.

Το προσκύνημα στο Άγιον Όρος τέλειωσε σε δυό μέρες.  Από τότε δεν τον ξανάδε.  Όμως η ταξιδεύτρα θύμιση θάχει για θυμητάρι την ειλικρίνεια και τ΄ άδολο βλέμμα ετούτου του προσκυνητή καταμεσίς στα τόσα απλά γεροντάκια που συνάντησε σε κείνη την περιδιάβαση στον Άθωνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: