Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

6 ποιήματα του Νίκου Κυριακίδη

Ο ΔΙΚΟΣ ΤΟΥΣ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ
Είχα βγει εθιμοτυπικά,
γιόρταζα.
Είχα έναν συμπαίχτη δίπλα μου σχεδόν εθιμοτυπικά, δεν ήθελε πάλι Εξάρχεια
Στην Αιόλου, στην Αγία Ειρήνη -σ΄ένα με φλώρους, αν θυμάμαι καλά.
Πριν τρεις μέρες θυμόμουν τις τρύπες :
Στα πουλόβερ, στα όνειρα, στην ηδονή
Αυθημερόν –μέρα βόλτας-σκεφτόμουν την ταχυκαρδία
‘’πανικού θάναι πάλι, πρέπει να το συνηθίσω... χρόνια τώρα η ίδια κουταμάρα’’
Εργάσιμη, δούλευα την επόμενη
‘’πόσο θάθελα ν΄αρρωστήσω, να μην πάω’’.
Σαν τότε στο σχολείο
Ήθελα να κοιμάμαι απ΄το πρωί μέχρι το μεσημέρι
Ανέβαζα τον πυρετό , όποτε ήθελα σχεδόν.
‘’Άσχημη που είναι η ζωή μαθές’’-τα δικά μας κακοπαιγμένα φανάρια.
Ούτε ένα κλάμα αληθινό,
ούτε ενα παραμύθι πειστικό,
ούτε μια γκομενοδουλειά για να μη με κοροιδεύω.
Ένα καλό με την αντικοινωνικότητά μου,
είναι που δεν βλέπομαι πια με κανένα.
Στις γιορτές μου δεν με παίρνει κανένας, κάτι χτυπημένοι και μια-δυο γκόμενες
πολύ αρχαίες ( δεν ευτύχησαν φαίνεται στην πορεία) :
‘’Να τα πούμε καμιά μέρα’’
Εμείς οι συμπαίχτες της ελεγχόμενης τρέλας σαν βγαίνουμε,
πάμε νωρίς για ύπνο και Σάββατο νάναι.
Αυτή το ξεκίνησε -μάλλον εγω της το ενέπνευσα
Κι ας βγαίνω μόνος μέχρι πολύ αργά που και που.
Είχε πια κάτι θόρυβους..... ασθενοφόρα, μπάτσικα ;
Πηγαίνοντας για τ΄αυτοκίνητο
κάποιοι τρέχαν- μάλλον όχι για κάπου, μπάτσους δεν είδαμε εκεί.
Μην υπερβάλουμε στις απαιτήσεις.... πρώτες στιγμές είναι, σαν πριν πέσεις.
Μπροστά θα πέσεις, αλλά κινείσαι χορευτικά προς τα πίσω
Τα ξέρω εγω αυτά, της φυσικής.
‘’Και του χρόνου! σ΄ευχαριστώ για το κέρασμα’’
΄΄Ποιό κέρασμα, εγω σ΄ευχαριστώ’’
Μας κόψαν τη ζωή :
Λίγο πιο φανερά αυτή τη φορά.
Ζωή για το γέρο είναι νάχει στοκ φάρμακα στο συρτάρι
Για την όμορφη να μην είναι σίγουρη ποιόν θέλει (κυρίως τον προηγούμενο ωραιοποιημένο)
-και για τον όμορφο φαντάζομαι-
Για το παιδί να είναι χωρίς πρόγραμμα με φίλους
Για μένα θάταν μια ώρα διαφοράς :
Νάβγαινα λέει απ το πετσί μου και ν΄αποχτούσε η μούρη μου γωνίες
Και να φώναζα αυτά που με πνίγαν
Και να έσφαζα αυτούς που με αποπατήσαν
Και να μιλούσα πιο λίγο, γιατί κάποια θα με κοίταζε ανεξαρτήτως.
Και να μην είχα τόση αηδία στο στόμα
Και εφιάλτες και τις κωλοαρρυθμίες
Να μπορούσα να περπατάω, χωρίς να φοβάμαι
Νάμουνα πιο αξιοπρεπής, ναι κι αυτό.
Να μην είχα καμιά παραγωγικότητα,
πλήν της διάχυσης στον κωλο-άλλον ,που κρύβεται.
Είχε μάνα πλύστρα ο δολοφόνος....
κι εγω,
είχα τη γιορτή μου -άσε μη μιλήσω για τη μάνα μου.
Και μιαν απέραντη αίσθηση ακινησίας
Που πήγαν τα μποφώρ; αύριο θάμαι εκεί,
δουλεύω εκεί δίπλα.
Θα φεύγω κλεφτά απ΄τη δουλειά, θα πάω να δω, θα φάω όσα τοξικά αντέξω
Αν είμαι τυχερός για γέρος και με τσάντα, θα φάω και καμιά στη πλάτη.
Με κοροιδέυετε;
Και η κηδεία θα γίνει σπίτι μου δίπλα;
Στο τραμ στα νεκροταφεία θα σκοτώσουν κι άλλα παιδιά άραγε;
Αφού ο πατέρας μου θα πεθάνει ενάμιση χρόνο αργότερα
Κι εγω δεν ξέρω ακριβώς.
Σάπια σειρά, όλα μυρίζουν.

ΓΙΟΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥ
Τελευταία φορά μπροστα στο φιλιστρίνι
μετά, η ομολογία.
Ο χρόνος πυκνώνει, ακουμπάει στην αρχή το σώμα
Μετα, βυθίζεται μέσα του
Του δίνει μνήμη.
Δεν υπάρχει σκια ο ήλιος γυμνός και μόνος
Κύτταρα που προσπαθούν να υπάρξουν πάλι,
στόματα με θυμό, χωρίς συγκεκριμένο θέμα στα λόγια.
Ανατριχίλα!
Μπορεί και αναγούλα-ανάλογα τα κέφια του μάγειρα.
Ο χρόνος σαν εμάς είναι ναυλωμένος
Δεν φαίνεται κάπου στεριά
Ο χρόνος κι αυτός είναι σκλάβος εδώ.
Τα μάτια θυμούνται
τα βήματα θυμούνται
το πλήρωμα έχει ξεχάσει
δεν πρέπει να θυμάται.
Το βαπόρι περπατάει στο νερό,
με τα πόδια του να πλατσουρίζουν
σαν μικρού παιδιού στις διακοπές.
Μικρή ζωή!
Πιο πολύ ζωή
έχουν τ΄απόβλητα του βαποριού.
Θυμίζουν ανθρώπους πάνω...
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα,
το πάει για ύπνο.
Ασβεστωμένη γειτονιά για τον τρανταχτό.
‘’Στην υγειά και στη μνήμη των αγριμιών που καλπάζουνε,
σε κήπους περιφραγμένους’’
Τα παιδιά , οι έφηβοι, εκεί
Σοβαροί όλοι -λίγο σφιγμένοι.
Ένας ξεμάκρυνε για ν΄αυνανιστεί στα χόρτα:
Η σπονδή του
Από το ξενοδοχείο το τρανταχτό καμάρι
μίλησε στη μάνα του, παραπονέθηκε :
‘’ Με βάζουν να τρώω όλο το πρωινό
χάνω τη μέρα ,έτσι’’
Μετά, η μητέρα των ακατέργαστων διαμαντιών
έκατσε στη θέσης της μάνας του.
Όταν πάει ταξίδι αγαπημένος
πονάει το φευγιό..... δεν προσκυνήθηκε ποτέ από κάποιον
Τον βλέπαν έτσι, ‘’τρανταχτέ’’ λέγαν.
Οι κοπέλλες της γειτονιάς στη σειρά
Βαμμένες σαν πουτάνες όλες και σιωπηλές.
Τόσος σεβασμός:
‘’Έτσι, δεν θα τον ερεθίζαμε ποτέ’’
Μετα κατέβηκε ένα κόκκινο μπαλόνι και των ακατέργαστων διαμαντιών η μητέρα,
το κατάπιε
Μετα απογειώθηκε...... μέσα της, πολύς αέρας βλέπεις
Πετάει τώρα από πάνω μας
Πάνω απ τη πλατεία μας , όχι την εκκλησία πιο πέρα
Κρατάει κάτι.
Είναι και πολύ ψηλά να δείς
Ο καπετάνιος πούρθε καθυστερεημένος, το βλέπει :
‘’Είναι λίγο δενδρολίβανο, ένα παντελόνι, ένα γιλεκάκι’’
Μετά, ένας φαλακρός , μόνος μέσα στο σπίτι του
θα ρίξει μια στροφή ζειμπέκικο.
Του μικρού

-->
ΚΑΠΟΥ ΠΙΟ ΠΕΡΑ
Ποιός να είναι ξύπνιος στο χωριό των μόνων;
Μάλλον τους πήρε ο ύπνος
Τους πήρε όπως τα τελευταία παιδιά τους τα μικρά
-αγέννητα και γεννημένα-
χρόνια πριν.
Άλλαξαν τις συνήθειες καιρό τώρα:
Ο παπάς με την εκκλησία ολόκληρη,
τους επισκέπτεται έναν-έναν, κάθε Κυριακή.
Η μικρή χαμογελαστή κοπέλα,
δείχνει άφοβα τα κουφάρια των δοντιών της.
Έρωτες πλέκονται συχνά-μα με κουβέντες μόνο
Κανένα σώμα δεν θέλει να χάσει την αυθυπαρξία του.
Ο πιο μικρός πηγαίνει στην πόλη,
να φέρει και να πεί σ΄όλους τα νέα.
Οι πιο πολλοί βέβαια δεν ακούνε τα νέα :
Είναι ο μικρός παραστατικός και γουρλώνει τα μάτια σα μιλάει
Είναι κι η ευκαιρία-η μόνη-να βρεθούν όλοι μαζί :
Οι μόνοι.
Αγαπούν πολύ τον φωτογράφο στο χωριό
Έτσι που φυλακίζει τη μορφή, ενω περνούν τα χρόνια.
Πάνε πολλά χρόνια που ένας γέροντας
-νεκρός απο τότε-
είχε πει πως τα ζωντανά πλάι στους ανθρώπους,
είναι γρουσουζιά.
Δεν βλέπεις σκύλο γάτα κότα κατσίκι
Άλλωστε όλοι τρώνε περίεργες ώρες
Περίεργα πράγματα
Και λίγο......
Μόνοι
Λιπόσαρκοι
Ολιγαρκείς
Λιγότεροι μέρα τη μέρα
Ήρεμο-θαρρείς ακίνητο-χωριό
Σα φτιαγμένο από άγγελους της τρέλας
 
ΤΑ ΑΚΡΑ
 -Μη φοβάστε την πραγματικότητα
Όχι γιατί είναι αναπόφευκτη
Όχι γιατί είναι πανταχού παρούσα.
-Μη φοβάστε τα αληθινά
Μυρίζουν, κολλάνε, τρώγονται, μεταδίδονται
Γίνονται εμμονές, οργίζουν και οργίζονται.
-Μη φοβάστε το τραχύ
Όχι γιατί είναι η αρχή
Όχι γιατί υπάρχει και ο καθρέπτης σας
Απλά, είναι όμορφες λέξεις .......ακούστε τις:
Πραγματικότητα, αληθινό, τραχύ
Κάνουν τους γέρους πιο αξιοπρεπείς στο τέλος.
Τους μεσήλικες να παλεύουν ακόμη.
Τους νέους να συναντούν χωρίς φλυαρία την ηδονή.
Με τη σειρά της αλήθειας, πραγματικά, τραχιά:
Ηδονή............ακόμη......τέλος
 ( Αφιερωμένο στην κυρία Φωτεινή Μαρκάκη )
 
ΕΝΤΕΡΟ-ΙΟΣ
 Δεν υπάρχει πια μια φούστα,
 για να βρω κρυψώνα.
Δεν υπάρχει ένα λουλούδι,
να με στολίσει.

Στα μάτια μου
οδηγώ την άνοιξη,
μάλλον  κάπου πρόστυχα.
Απολύτως κανείς
δεν θα την κοιτάξει χυδαία.
Η γυναίκα μου ναυάγησε
στο πέλαγο με τη χλωρίνη και τα χρέη.
Το νησί της αγρίευε
όταν δεχόταν επισκέψεις.
Σου θύμωσα πολύ.
 Ίσως ο απροσδόκητος ερεθισμός.
‘’Την επόμενη φορά που θα φέρετε στο πάρκο ζώα,
θα φωνάξω την αστυνομία’’
 
Ο πανικός είναι κάτι κοινωνικό;
Κάτι  τέτοιο.........
Ίσως γι΄αυτό όταν ο αριθμός μικραίνει,
απομακρύνεται.
Η κοινή αντίληψη των πραγμάτων
καθώς και η γλίτσα του οδοστρώματος,
έγιναν κι οι δυο τους αντιληπτές
από τις σόλες των περαστικών.
Μιλάω.........
Μιλάω πολύ για μένα :
Κάτι σαν ανάγνωση βιβλίου,
σαν απόδραση ούρων,
σαν αέρας φυσερού.
( Αφιερωμένο στο φίλο μου, Τάσο)
;

ΣΑΡΚΙΝΟ


Και πάλι σήμερα δεν θα μιλήσω για λαγόνες
Θα προτιμήσω λεγεώνες.
Για λαιμούς με υπόξινη γεύση
Θα μιλήσω για αθώα μέλη αποκομμένα, απομακρυσμένα.
Φοβάμαι ούτε καν για λεπτά μακριά χέρια
Θα θυμηθώ το τρέμουλο και τη χαιρεκακία στο κοίταγμά του.
Όπως όλοι καταλάβατε, θα μιλήσω για το δρον σώμα
Αδιαφορώντας για τους ερεθισμούς των οστεφυλάκων.


Δεν υπάρχουν σχόλια: