Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα και ποίηση από το Χαραλάμπους Βασίλη



XΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ                              

                                            Σταθμός  Φαρσάλων
                                                               
                                                 ___________
Στο πεζούλι του σιδηροδρομικού σταθμού στα Φάρσαλα, ανέμελα κάθεται η Διαμάντω, η μικρή κόρη του σταθμάρχη, μαδώντας τ΄αγριόχορτα πλάϊ στο σταθμό που βλάστησαν καταμεσής στις πέτρες.  Ο κοσμάκης βιαστικά πηγαινοέρχεται.  Συνήθειο τόχουν οι αρχοντοκυράδες του χωριού στην πόλη να πηγαίνουν κι΄ ολοένα να ψωνίζουν.  Καθώς λένε καταλαβαίνουν καλύτερα Χριστούγεννα.  Τ΄ αποκάρπι όμως σε λίγες μέρες θα διαλαλεί πως η εμορφάδα της χαράς στους παραδίπλα έχει μοιράδι.
   
            Ένας πλανόδιος μικροπωλητής ο Μιχάλης, διαλαλεί τις πραμάτειες του.  Η κυρία παραδίπλα που σίγουρα φαντάζει αριστοκράτισσα αγόρασε ένα ολάκαιρο σακκούλι ζαχαρωτά και σοκολάτες λογιώ λογιώ.  Η Διαμάντω κοιτούσε περίεργα ή μάλλον λυπημένα.  Η μικρότερη κόρη κοντοστάθηκε για λίγο κοιτώντας τη Διαμάντω κι΄ η μεγαλύτερη την έσπρωξε να συνεχίσει.  Η μικρή τανάπαλιν κοντοστάθηκε κι΄ άπλωσε  το χεράκι της με  το σακούλι τις καραμέλλες.  Δεν πρόλαβε όμως.  Η αριστοκράτισσα κυρά  ΄΄με τη μεγάλη υπόληψη’’ της τράβηξε απότομα το χέρι.

-Αυτή έχει περισσότερα από σένα να φάει, είπε κάπως θυμωμένα.
   
            Κι΄ έμειναν τα δυό κοριτσάκια να κοιτάζει το ένα το άλλο.  Κάτι πήγε να πεί η μικρή και την τράβηξε πάλιν η μητέρα της για να φύγουν.  Άρχισε να χτυπάει το καμπανάκι κι΄ ο σταθμάρχης να φωνάζει μ΄ όλη τη δύναμη της φωνής του πως πρέπει στο τραίνο να μπούν.  Η Διαμάντω κοιτούσε αποσβολωμένη κι΄ η κόρη της κυρίας ΄΄με τη μεγάλη υπόληψη’’ , γυρνούσε κάθε τόσο λυπημένη κι΄ αποχαιρετούσε κουνώντας το χεράκι της το μικρό τούτο φτωχό κορίτσι.
    
Το τραίνο σιγοκύλισε στις γραμμές.  Η Διαμάντω παρατηρούσε  επίμονα το τραίνο πούφευγε.  Να όμως κι΄ η φίλη της το μικρό εκείνο κορίτσι , που προσπαθούσε να φτάσει το παράθυρο.  Κάτι προσπαθούσε επίμονα να κάνει, ώσπου τα καταφέρνει και πετά το σακκούλι με τις σοκολάτες και τα ζαχαρωτά.  Τι να γίνει όμως που τ΄ αγέρι έριξε στις γραμμές το σακκούλι με τις σοκολάτες και τα ζαχαρωτά κι΄ έμειναν μονάχα να κουνούν τα χεράκια τους ετούτες οι άγνωστες μικρές φιλενάδες .  Όμως όσο μακριά  κι΄αν πέταξε ο αγέρας το σακουλάκι με τις σοκολάτεςκαι τα ζαχαρωτά , τόσο πιο κοντά έφερε τ ΄ αθώα τούτα κοριτσάκια.
    
Το τραίνο χάθηκε ανάμεσα στα δένδρα, κι΄ ακούγεται μονάχα από μακριά η βοή του.
Σε λίγο ούτε κι΄αυτή θ΄ ακούεται.  Κι΄όμως εκείνο το τσακισμένο σακούλι με τα ζαχαρωτά και τις σοκολάτες δεν μπόρεσαν να σβήσουν τα δυό τούτα παδικά χαμογέλια..  Ίσως να λύθηκε και λίγο η απορία πούχε  στο σχολειό ότα η δάσκάλα είπε ή μάλλον πρόσταξε τα παιδιά λούλουδα να πάρουν για της μάνας τη γιορτή κι΄ η Διαμάντω αναρρωτήθηκε περίεργα αν μονάχα στη δική της να πάρει.

- Όχι παιδί μου , μονάχα στη δική σου μάνα, κι΄ άφησε παραξενεμένη ένα χαμογέλιο.

Η γαγιά με τα μισοσπασμένα γυαλιά και την τρύπια ποδιά, τις παλιές θύμισες, χαΐδευε τα σγουρά μαλλιά της Διαμάντως, και της ΄έλεγε διάφορα, πολλές φορές ίσαμε ν΄αποκοιμηθεί.  Εύκολα  θυμώμαστε τα παλιά.  Ίσως μια διέξοδος.  Άλλοι το λεν δεν μπορείς να ζήσεις το παρόν.  Όχι η γιαγιά κάτι άλλο ήθελε να πει.  Δεν είναι κλαψιάρικες θύμισες  από τις παλιές καλές μέρες.

-  Δίκιο είχαν οι παππούδες μας που στα παλιά τα χρόνια, γιόρταζαν τη μέρα της Υπαπαντής τη μάνα.  Αυτής της μεγάλης μάνας της Παναγιάς μας.  Της μεγάλης μάνας ολονών μας.  Συνάμα κι΄ η πρεπούμενη τιμή  στις άλλες του κόσμου μανάδες  που παράδειμα θαρρώ πρέπει νάχουν ετούτη τη μεγάλη μάνα.

            Στο σταθμό του τραίνου, η Διαμάντω συνέχισε να παίζει αμήχανα με τις πέτρες και τα χορταράκια.  Το τσαφ-τσουφ του τραίνου συνεχίζει.  Ο ουρανός είναι γκρίζος το είπε κι΄ ο παπππούς…

-          Ίσως αύριο χιονίσει, αν σταματήσει ο αγέρας.
Φυσάει τόσο πολύ ο αγέρας.  Αύριο όμως θα κοπάσει.  Παρέκει ο πωλητής , με τη μικρή άσπρη ποδίτσα , συνέχισε να πηγαινοέρχεται διαλαλώντας τις πραμάτειες του.  Ούτε που τον νοιάζει αν έφυγε το τραίνο.  Με το ίδιο πάθος , με την ίδια δύναμη συνέχισε να φωνάζει.

-          Μιχάλη, πάψε παιδί μου, το τραίνο έφυγε, τον συμβούλεψε ο σταθμάρχης, θα βραχνιάσεις.
-          Άφησε με κύρ  Κώστα, δεν ξέρεις εσύ από εμπόριο.  Εξάλλου ζεσταίνομαι κιόλας.

Ο Μιχάλης είναι ένας καλοσυνάτος πωλητής, π΄ όλη τη μέρα στημένος στο σταθμό αργοπουλάει τις πραμάτειες του.  Κοντεύει πενήντα χρονών, πάντρεψε όλες τις αδερφάδες του τις οικονομίες του και τώρα έμεινε ολομόναχος.  Ούτε που γυρνούν να τον κοιτάξουν τώρα.  Έρχεται μονάχα η μικρότερη αδελφή του και του φέρνει φαγητό τις μεγαλογιορτές και τις Κυριακές.  Οι προκομμένοι οι γαμπροί που να τις αφήσουν να καλέσουν και το Μιχάλη στο σπίτι τους.  Αυτός τις πάντρεψε.  Γι΄αυτές τώρα έμεινε μονάχος.  Γι΄ αυτές  τώρα σωπαίνει.  Τον κοροϊδεύουν και τα πιτσιρίκια της γειτονιάς.  Στο καφενεδάκι του χωριού σιγοψυθιρίζουν σαν πλησιάσει.  Μονάχος ο Μιχάλης, ολομόναχος.  Τα βράδια περνάει από τον παπα-Νέστωρα.  Καλός άνθρωπος ο παπα-Νέστωρας, κονεύει ογδόντα χρονών κι΄είναι ο μαναδικός του φίλος.

-          Πάρτε σοκλάτες , καραμέλλες , γλυφιντζούρια .

Το τραίνο έφτασε.  Γέμισε μ΄επιβάτες και πραμάτειες.  Σταμάτησε κι΄ο αγέρας.  Με τέτοιο καιρό σίγουρα θα χιονίσει.  Το σακούλι με τις σοκολάτες και τα ζαχαρωτά είναι στις γραμμές του τραίνου.

Θα χιονίσει σίγουρα το είπε κι΄γέρο Δημητρός.  Και τότε …όλα κάτασπρα.  Όύτε το σακούλι με τις σοκολάτες και τα ζαχαρωτά θα φαίνεται.  Θα ζεσταίνεται κι΄ ο Μιχάλης με τις αγριοφωνάρες του.


ΤΗ ΒΗΘΛΕΕΜ ΕΜΙΜΗΣΑΤΟ
                                                  ___________
Στρατίζοντας την παντοχή
στα ερημικά Κατουνάκια
ανεβαίνω τ’ απόκρημνο ανηφόρι
από ένα μικρό μονοπάτι.

Τις στιγμές αντιπαλεύοντας
πού’ναι μαθεμένες να θρυμματίζονται
στου κόσμου ετούτου τα τόσα μάταια
αρχίνισε δισταχτικά να προβάλλει παρεμπρός
τ’ απόκρημνο ησυχαστήριο της του Χριστού Γεννήσεως.

Ασκητές  μυστηρίων κοινωνοί
αγραυλούντες άλλω τρόπω
για τον ασπόρως σαρκούμενον Άνακτα
και στο σιγαλό εκείνο  Κατούνι
στην αγρυπνία των Χριστουγέννων
ύμνοι αντιλαλούν ουράνιοι
για το μέγα και παράδοξο θαύμα.

Τη φεγγοβόλο βραδιά εκείνη
ο μικρός της Καλύβης ναΐσκος
τη Βηθλεέμ εμιμήσατο.


Από την ποιητική συλλογή «Άθωνος δίκηρον»

Δεν υπάρχουν σχόλια: