Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2016

Ποίηση Γκανέλη Γιώργου

                         
  ΠΡΩΘΥΣΤΕΡΟ               

Μεγάλα λόγια σαν σπάσιμο γυαλιού ξεθύμαναν στις πλατείες
Κατάφωρη παραβίαση των κανόνων δόμησης του ήλιου
Πλεκτάνη η αγάπη σου με θραύσματα χιονιού
Ανέκοψε τη σταθερή πορεία μου προς τον ουρανό.
Η νύχτα πια έχει το σχήμα του χταποδιού
Που εκτοξεύει μελάνι και βιτριόλι στα μάτια.

Ακούμπησα σε μια σκιά, παρά πόδα κρατώντας τη θλίψη
Αγκάλιασα το θάνατο καθώς επέστρεφε απ’ τη συναγωγή
Το όπλο εκπυρσοκρότησε και μοναξιές γέμισε το δωμάτιο
Δεν ήταν όλες δικές μου – κι η άνοιξη είχε συμμετοχή.

Αράδιασα στο τραπέζι απαρχαιωμένες μνήμες
Έκανα τόπο να περάσει το άρμα της τύψης
Υποχρέωσα το παρελθόν να οριοθετήσει το άπειρο
Που κρύβεσαι τους χειμωνιάτικους μήνες.

Έξω απ’ το παράθυρο το μέλλον έπαιζε φυσαρμόνικα
Μετρώντας από τώρα τους δικούς του νεκρούς.
                                                   


               ΘΝΗΤΟΣ

Κι αν ακόμη μιλώ σε τυφλούς
Δεν ακούω πια τα χρώματα
Αγγίζω τη σκληρότητα του ανέμου
Γεύομαι μπαγιάτικες μυρωδιές
Κι αναπνέω μόνο πικρές σκέψεις.

Παρά ταύτα
Έχω δικαίωμα να πεθάνω ελεύθερος
Μη μου στερήσετε αυτή την τιμή
Θέλω ν’ αφήσω διαθήκη ένα χαμόγελο
Κι ένα σκύλο ν’ ακολουθεί την κηδεία μου
Μια κρύα μέρα με πολλά σύννεφα.

Αν θεωρήσετε ότι δε σας έβλαψα
Δώστε μου μια δεύτερη ζωή
Εγώ πάντα ο ίδιος θα είμαι
Την οροφή του κόσμου
Θα συντρίβω μεσάνυχτα
Και μετά θα πηγαίνω για ύπνο
Κάνοντας τον ανήξερο
Και ρίχνοντας το φταίξιμο
Στα τραύματα της παιδικής ηλικίας.

Άλλωστε
Πολλές γυναίκες με ακολούθησαν
Λίγες με αγάπησαν
Και μόνο μία
Πρόφερε σωστά τ’ όνομά μου.

Καλές οι κραιπάλες
Καλύτερες οι μοναξιές
Μα τίποτα δε θα με σώσει
Απ’ τα δόντια του χρόνου.
Μαζί θα κοιμόμαστε
Μαζί θα ξενυχτάμε
Αλλά στο τέλος
Αυτός θα κλείσει πρώτος το φως.

Πρέπει να φύγω τώρα
Να προλάβω να σώσω τη θάλασσα απ’ τη φωτιά
Γιατί δε  θα υπάρχει πια καιρός να μετανοήσω
Αφού στις δώδεκα θα ξαναγίνω θνητός.


   ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ

Λίγοι άνθρωποι με πίστεψαν:
Ο μεθυσμένος παλαιοπώλης
Ο σταθμάρχης των τρένων
Και μια ξυπόλητη γυναίκα.
Ο πρώτος γιατί του αγόρασα
Όλες τις διεγερμένες μνήμες
Ο δεύτερος επειδή με είδε
Να ξαπλώνω πάνω στις ράγες
Και η γυναίκα διότι λέει
Κατασκευάζω θλιβερές εικόνες
Πάνω στη γυμνή άσφαλτο.

Εγώ όμως δεν τους πιστεύω
Το μόνο που ακόμα καταφέρνω
Είναι να ξυπνώ τα μεσάνυχτα
Και να καρφώνω στο χαρτί
Τα δυο μου χέρια.

  
Από τη νέα ποιητική συλλογή "Εκτός εαυτού", εκδόσεις Στοχαστής


Δεν υπάρχουν σχόλια: